Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προφανώς < ελληνιστική κοινή προφανῶς < αρχαία ελληνική προφανής

  Επίρρημα επεξεργασία

προφανώς

  Μεταφράσεις επεξεργασία