αδιαμφισβήτητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αδιαμφισβήτητα < επίθετο αδιαμφισβήτητος
Επίρρημα
επεξεργασία
αδιαμφισβήτητα
- χωρίς αμφισβήτηση, με τρόπο αδιαμφισβήτητο, αναμφίβολα, αναμφισβήτητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αδιαμφισβήτητα