πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαρκοφάγος η σαρκοφάγος
& σαρκοφάγα
το σαρκοφάγο
      γενική του σαρκοφάγου της σαρκοφάγου
& σαρκοφάγας
του σαρκοφάγου
    αιτιατική τον σαρκοφάγο τη σαρκοφάγο
& σαρκοφάγα
το σαρκοφάγο
     κλητική σαρκοφάγε σαρκοφάγε
& σαρκοφάγα
σαρκοφάγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαρκοφάγοι οι σαρκοφάγοι
& σαρκοφάγες
τα σαρκοφάγα
      γενική των σαρκοφάγων των σαρκοφάγων των σαρκοφάγων
    αιτιατική τους σαρκοφάγους τις σαρκοφάγους
& σαρκοφάγες
τα σαρκοφάγα
     κλητική σαρκοφάγοι σαρκοφάγοι
& σαρκοφάγες
σαρκοφάγα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαρκοφάγος θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία