σαρκοφάγο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
σαρκοφάγο
- (αρσενικό ή θηλυκό) αιτιατική ενικού του σαρκοφάγος
- εναλλακτικός τύπος θηλυκού: σαρκοφάγα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
σαρκοφάγο θηλυκό
σαρκοφάγο
σαρκοφάγο θηλυκό