Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

sarcophage < λατινική sarcophagus < αρχαία ελληνική σαρκοφάγος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /saʁkɔfaʒ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sarcophage sarcophages

sarcophage (fr) αρσενικό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sarcophage sarcophages

sarcophage (fr) θηλυκό