πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρκοσόλιο τα αρκοσόλια
      γενική του αρκοσόλιου
& αρκοσολίου
των αρκοσόλιων
& αρκοσολίων
    αιτιατική το αρκοσόλιο τα αρκοσόλια
     κλητική αρκοσόλιο αρκοσόλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρκοσόλιο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • ἀρκοσόλιο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία