Δείτε επίσης: κόχη, κώχη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κόγχη οι κόγχες
      γενική της κόγχης των κογχών
    αιτιατική την κόγχη τις κόγχες
     κλητική κόγχη κόγχες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόγχη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κόγχη (αρχαία σημασία κέλυφος, κοχύλι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkoŋ.çi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κόγ‐χη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόγχη θηλυκό

  1. (αρχιτεκτονική, θρησκεία) ημικυκλική εσοχή σε τοίχο κτίσματος ή ναού, που έχει κυρίως διακοσμητικό χαρακτήρα
  2. (ανατομία) (οστέινη συνήθως) κοιλότητα του σώματος
    ※  Η μικροσκοπική εξέταση αποκάλυψε όμως κάποια αδιόρατα σημάδια στην οφθαλμική κόγχη που πρέπει να δημιουργήθηκαν από μακρόχρονη επαφή. (εφημεδίρα Το Βήμα)
  3. (γεωλογία) είδος κοιλώματος κοντό σε κορυφή βουνού

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κόχη και κοχύλι

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόγχη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κόγχη (αρχαία σημασία κέλυφος, κοχύλι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόγχη θηλυκό

  1. (αρχιτεκτονική, θρησκεία) η κόγχη ναού
  2. γωνία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόγχη αἱ κόγχαι
      γενική τῆς κόγχης τῶν κογχῶν
      δοτική τῇ κόγχ ταῖς κόγχαις
    αιτιατική τὴν κόγχην τὰς κόγχᾱς
     κλητική ! κόγχη κόγχαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόγχ
γεν-δοτ τοῖν  κόγχαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόγχη < προελληνική[1] ή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kongʰ- (κέλυφος, κοχύλι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόγχη θηλυκό

  1. στρείδι ή μυς, κοχύλι
     συνώνυμα: κογχύλη, κόγχος
  2. οποιαδήποτε κοιλότητα με μορφή κοχυλιού, ιδίως στο σώμα
     συνώνυμα: κόγχος
  3. θήκη σφραγίδας εγγράφων
     συνώνυμα: κογχίον

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

θέμα κογχ-

θέμα κογχυλ- → δείτε κογχύλη & συγγενικά

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

  Πηγές επεξεργασία