Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κογχοειδής η κογχοειδής το κογχοειδές
      γενική του κογχοειδούς* της κογχοειδούς του κογχοειδούς
    αιτιατική τον κογχοειδή την κογχοειδή το κογχοειδές
     κλητική κογχοειδή(ς) κογχοειδής κογχοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κογχοειδείς οι κογχοειδείς τα κογχοειδή
      γενική των κογχοειδών των κογχοειδών των κογχοειδών
    αιτιατική τους κογχοειδείς τις κογχοειδείς τα κογχοειδή
     κλητική κογχοειδείς κογχοειδείς κογχοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κογχοειδής < αρχαία ελληνική κογχοειδής

  Επίθετο επεξεργασία

κογχοειδής

  1. που έχει το σχήμα κόγχης, που έχει μια εσοχή

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ κογχοειδής τὸ κογχοειδές οἱ, αἱ κογχοειδεῖς τὰ κογχοειδ
Γενική τοῦ, τῆς κογχοειδοῦς τοῦ κογχοειδοῦς τῶν κογχοειδῶν τῶν κογχοειδῶν
Δοτική τῷ, τῇ κογχοειδεῖ τῷ κογχοειδεῖ τοῖς, ταῖς κογχοειδέσι(ν) τοῖς κογχοειδέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν κογχοειδ τὸ κογχοειδές τοὺς, τὰς κογχοειδεῖς τὰ κογχοειδ
Κλητική κογχοειδές κογχοειδές κογχοειδεῖς κογχοειδ
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική κογχοειδεῖ
Γενική-Δοτική κογχοειδοῖν


  Ετυμολογία επεξεργασία

κογχοειδής < κόγχη + εἶδος + -ής

  Επίθετο επεξεργασία

κογχοειδής

  1. που έχει το σχήμα κόγχης, που έχει μια εσοχή

Εκφράσεις επεξεργασία

  • κογχοειδής καμπύλη
    Ο αρχαίος μαθηματικός Νικομήδης ανακάλυψε την κογχοειδή καμπύλη, με την βοήθεια της οποίας έλυσε το Δήλιο πρόβλημα και την τριχοτόμηση γωνίας