τρίκογχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρίκογχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τρίκογχος, (τρί- + -κογχος (< κόγχη))
Επίθετο
επεξεργασίατρίκογχος, -η, -ο
- (αρχιτεκτονική, χριστιανισμός) που έχει τρεις κόγχες
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τρίκογχος
|
Πηγές
επεξεργασία- τρίκογχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τρίκογχος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)