↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διακοσμητικός η διακοσμητική το διακοσμητικό
      γενική του διακοσμητικού της διακοσμητικής του διακοσμητικού
    αιτιατική τον διακοσμητικό τη διακοσμητική το διακοσμητικό
     κλητική διακοσμητικέ διακοσμητική διακοσμητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διακοσμητικοί οι διακοσμητικές τα διακοσμητικά
      γενική των διακοσμητικών των διακοσμητικών των διακοσμητικών
    αιτιατική τους διακοσμητικούς τις διακοσμητικές τα διακοσμητικά
     κλητική διακοσμητικοί διακοσμητικές διακοσμητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διακοσμητικός < διακοσμώ + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décoratif / ornemental)

  Επίθετο

επεξεργασία

διακοσμητικός, -ή, -ό

  1. που διακοσμεί, που έχει σχέση με τη διακόσμηση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
  2. (μεταφορικά) που δεν παίζει σημαντικό ρόλο, που έχει δευτερεύουσα σημασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία