διακόσμηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διακόσμηση | οι | διακοσμήσεις |
γενική | της | διακόσμησης* | των | διακοσμήσεων |
αιτιατική | τη | διακόσμηση | τις | διακοσμήσεις |
κλητική | διακόσμηση | διακοσμήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διακοσμήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διακόσμηση < διακοσμώ + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décoration)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιακόσμηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διακοσμώ
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διακόσμηση