Δείτε επίσης: διακοσμῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακοσμώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διακοσμῶ, συνηρημένος τύπος του διακοσμέω (βάζω σε τάξη) < δια- + κοσμέω / κοσμῶ < κόσμος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική ) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.koˈzmo/ & /ðʝa.koˈzmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐κο‐σμώ
τονικό παρώνυμο: διάκοσμο

  Ρήμα επεξεργασία

διακοσμώ, αόρ.: διακόσμησα, παθ.φωνή: διακοσμούμαι, π.αόρ.: διακοσμήθηκα, μτχ.π.π.: διακοσμημένος

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διά και κόσμος

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία