• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

κοσμέω

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αρχαία ελληνικά (grc)
    • 1.1 Ρήμα
      • 1.1.1 Άλλες μορφές
      • 1.1.2 Συνώνυμα
      • 1.1.3 Συγγενικές λέξεις
      • 1.1.4 Σύνθετα
    • 1.2 Αναφορές

Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία

  ΡήμαΕπεξεργασία

κοσμέω

  1. τακτοποιώ, βάζω σε μια τάξη
  2. ετοιμάζω
  3. διοικώ, κυβερνώ
  4. στολίζω
  5. τιμώ
  6. θάβω
  7. (παθητικό) ανήκω στην αρμοδιότητα κάποιου

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • κοσμῶ

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • ευπρεπίζω
  • εὐτρεπίζω
  • καλλωπίζω
  • καλλύνω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • κόσμος
  • κόσμημα
  • κοσμητός
  • κόσμησις
  • ακόσμητος
  • κοσμήτωρ

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  • διακοσμέω
  • κατακοσμέω
  • συγκοσμέω
  • συνδιακοσμέω
  • συνεπικοσμέω

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κοσμέω&oldid=3896851"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Μαΐου 2017, στις 14:02

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Μαΐου 2017, στις 14:02.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie