ενεστώτας decorate
γ΄ ενικό ενεστώτα decorates
αόριστος decorated
παθητική μετοχή decorated
ενεργητική μετοχή decorating

decorate (en)

  1. (μεταβατικό) διακοσμώ, στολίζω, κάνω κάτι να φαίνεται πιο ελκυστικό βάζοντας πράγματα σε αυτό
    ⮡  Roman mansions were decorated with statues.
    Οι ρωμαϊκές επαύλεις ήταν διακοσμημένες με αγάλματα.
    ⮡  She decorated her apartment with artwork and luxury rugs.
    Διακόσμησε το διαμέρισμά της με έργα τέχνης και με πολυτελή χαλιά.
    ⮡  They decorated the church with flowers for the wedding ceremony.
    Διακόσμησαν την εκκλησία με λουλούδια για την τελετή του γάμου.
    ⮡  I am decorating the Christmas tree.
    Στολίζω το Χριστουγεννιάτικο δέντρο.
  2. (μεταβατικό & αμετάβατο, ειδικά βρετανικά αγγλικά) διακοσμώ, βάζω χρώμα, ταπετσαρία κτλ. στους τοίχους και τα ταβάνια ενός δωματίου ή ενός σπιτιού
    ⮡  The walls of the palaces of Knossos are decorated with frescoes.
    Οι τοίχοι των ανακτόρων της Κνωσού είναι διακοσμημένοι με τοιχογραφίες.
  3. παρασημοφορώ

Συνώνυμα

επεξεργασία