decorate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | decorate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | decorates |
αόριστος | decorated |
παθητική μετοχή | decorated |
ενεργητική μετοχή | decorating |
Ρήμα
επεξεργασίαdecorate (en)
- (μεταβατικό) διακοσμώ, στολίζω, κάνω κάτι να φαίνεται πιο ελκυστικό βάζοντας πράγματα σε αυτό
- ↪ Roman mansions were decorated with statues.
- Οι ρωμαϊκές επαύλεις ήταν διακοσμημένες με αγάλματα.
- ↪ She decorated her apartment with artwork and luxury rugs.
- Διακόσμησε το διαμέρισμά της με έργα τέχνης και με πολυτελή χαλιά.
- ↪ They decorated the church with flowers for the wedding ceremony.
- Διακόσμησαν την εκκλησία με λουλούδια για την τελετή του γάμου.
- ↪ I am decorating the Christmas tree.
- Στολίζω το Χριστουγεννιάτικο δέντρο.
- ↪ Roman mansions were decorated with statues.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, ειδικά βρετανικά αγγλικά) διακοσμώ, βάζω χρώμα, ταπετσαρία κτλ. στους τοίχους και τα ταβάνια ενός δωματίου ή ενός σπιτιού
- ↪ The walls of the palaces of Knossos are decorated with frescoes.
- Οι τοίχοι των ανακτόρων της Κνωσού είναι διακοσμημένοι με τοιχογραφίες.
- ↪ The walls of the palaces of Knossos are decorated with frescoes.
- παρασημοφορώ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- decorate - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 821. ISBN 9780194325684., λήμμα: στολίζω