Ετυμολογία

επεξεργασία
στολίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή στολίζω, (στολίζω, ντύνω) < αρχαία σημασία: εξοπλίζω[1]

στολίζω, αόρ.: στόλισα, παθ.φωνή: στολίζομαι, π.αόρ.: στολίστηκα, μτχ.π.π.: στολισμένος

  1. κάνω διακόσμηση, προσθέτω στολίδια ή κατάλληλα αντικείμενα ώστε να γίνει πιο όμορφο ένα πράγμα, ένα μέρος
  2. ντύνω κάποιον στα καλύτερά του ρούχα, του βάζω κοσμήματα κλπ. ώστε να παρουσιάσει την καλύτερη εμφάνιση
  3. (μεταφορικά) ομορφαίνω, διανθίζω το λόγο μου ή ένα κείμενο με όμορφες λέξεις ή φράσεις
  4. (μειωτικό) βρίζω
      Τσακωθήκανε και τον στόλισε με κάτι κοσμητικά επίθετα, που δεν μπορώ να επαναλάβω!

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη στολή

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. στολίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Όροι με στολίζω  Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)



Ετυμολογία

επεξεργασία
στολίζω < στολ(ή) + -ίζω