σημαιοστολισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σημαιοστολισμός < σημαιοστολίζω + -ισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
σημαιοστολισμός αρσενικό
- η ενέργεια του σημαιοστολίζω, η ανάρτηση σημαιών σε ένα χώρο για το στολισμό του, ιδιαίτερα σε εθνικές επετείους
Μεταφράσεις επεξεργασία
σημαιοστολισμός
|