σημαιοστολίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασημαιοστολίζω
- στολίζω με σημαίες ένα χώρο, ιδιαίτερα σε εθνικές επετείους
- (μεταφορικά) ντύνομαι υπερβολικά
Συγγενικά
επεξεργασία
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σημαιοστολίζω | σημαιοστόλιζα | θα σημαιοστολίζω | να σημαιοστολίζω | σημαιοστολίζοντας | |
β' ενικ. | σημαιοστολίζεις | σημαιοστόλιζες | θα σημαιοστολίζεις | να σημαιοστολίζεις | σημαιοστόλιζε | |
γ' ενικ. | σημαιοστολίζει | σημαιοστόλιζε | θα σημαιοστολίζει | να σημαιοστολίζει | ||
α' πληθ. | σημαιοστολίζουμε | σημαιοστολίζαμε | θα σημαιοστολίζουμε | να σημαιοστολίζουμε | ||
β' πληθ. | σημαιοστολίζετε | σημαιοστολίζατε | θα σημαιοστολίζετε | να σημαιοστολίζετε | σημαιοστολίζετε | |
γ' πληθ. | σημαιοστολίζουν(ε) | σημαιοστόλιζαν σημαιοστολίζαν(ε) |
θα σημαιοστολίζουν(ε) | να σημαιοστολίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σημαιοστόλισα | θα σημαιοστολίσω | να σημαιοστολίσω | σημαιοστολίσει | ||
β' ενικ. | σημαιοστόλισες | θα σημαιοστολίσεις | να σημαιοστολίσεις | σημαιοστόλισε | ||
γ' ενικ. | σημαιοστόλισε | θα σημαιοστολίσει | να σημαιοστολίσει | |||
α' πληθ. | σημαιοστολίσαμε | θα σημαιοστολίσουμε | να σημαιοστολίσουμε | |||
β' πληθ. | σημαιοστολίσατε | θα σημαιοστολίσετε | να σημαιοστολίσετε | σημαιοστολίστε | ||
γ' πληθ. | σημαιοστόλισαν σημαιοστολίσαν(ε) |
θα σημαιοστολίσουν(ε) | να σημαιοστολίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σημαιοστολίσει | είχα σημαιοστολίσει | θα έχω σημαιοστολίσει | να έχω σημαιοστολίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σημαιοστολίσει | είχες σημαιοστολίσει | θα έχεις σημαιοστολίσει | να έχεις σημαιοστολίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σημαιοστολίσει | είχε σημαιοστολίσει | θα έχει σημαιοστολίσει | να έχει σημαιοστολίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σημαιοστολίσει | είχαμε σημαιοστολίσει | θα έχουμε σημαιοστολίσει | να έχουμε σημαιοστολίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σημαιοστολίσει | είχατε σημαιοστολίσει | θα έχετε σημαιοστολίσει | να έχετε σημαιοστολίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σημαιοστολίσει | είχαν σημαιοστολίσει | θα έχουν σημαιοστολίσει | να έχουν σημαιοστολίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 900, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- σημαιοστολίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σημαιοστολίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)