Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σημαιοστόλιστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σημαιοστόλιστ
ος
η
σημαιοστόλιστ
η
το
σημαιοστόλιστ
ο
γενική
του
σημαιοστόλιστ
ου
της
σημαιοστόλιστ
ης
του
σημαιοστόλιστ
ου
αιτιατική
τον
σημαιοστόλιστ
ο
τη
σημαιοστόλιστ
η
το
σημαιοστόλιστ
ο
κλητική
σημαιοστόλιστ
ε
σημαιοστόλιστ
η
σημαιοστόλιστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σημαιοστόλιστ
οι
οι
σημαιοστόλιστ
ες
τα
σημαιοστόλιστ
α
γενική
των
σημαιοστόλιστ
ων
των
σημαιοστόλιστ
ων
των
σημαιοστόλιστ
ων
αιτιατική
τους
σημαιοστόλιστ
ους
τις
σημαιοστόλιστ
ες
τα
σημαιοστόλιστ
α
κλητική
σημαιοστόλιστ
οι
σημαιοστόλιστ
ες
σημαιοστόλιστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σημαιοστόλιστος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
σημαιοστόλιστος, -η, -ο
στολισμένος
με
σημαίες
Συνώνυμα
επεξεργασία
σημαιοστολισμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σημαιοστόλιστος