ξεστολίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεστολίζω (παθητική φωνή: ξεστολίζομαι)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ξεστόλισμα
- → δείτε τις λέξεις στολίζω, στολή και στέλλω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεστολίζω | ξεστόλιζα | θα ξεστολίζω | να ξεστολίζω | ξεστολίζοντας | |
β' ενικ. | ξεστολίζεις | ξεστόλιζες | θα ξεστολίζεις | να ξεστολίζεις | ξεστόλιζε | |
γ' ενικ. | ξεστολίζει | ξεστόλιζε | θα ξεστολίζει | να ξεστολίζει | ||
α' πληθ. | ξεστολίζουμε | ξεστολίζαμε | θα ξεστολίζουμε | να ξεστολίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεστολίζετε | ξεστολίζατε | θα ξεστολίζετε | να ξεστολίζετε | ξεστολίζετε | |
γ' πληθ. | ξεστολίζουν(ε) | ξεστόλιζαν ξεστολίζαν(ε) |
θα ξεστολίζουν(ε) | να ξεστολίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεστόλισα | θα ξεστολίσω | να ξεστολίσω | ξεστολίσει | ||
β' ενικ. | ξεστόλισες | θα ξεστολίσεις | να ξεστολίσεις | ξεστόλισε | ||
γ' ενικ. | ξεστόλισε | θα ξεστολίσει | να ξεστολίσει | |||
α' πληθ. | ξεστολίσαμε | θα ξεστολίσουμε | να ξεστολίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεστολίσατε | θα ξεστολίσετε | να ξεστολίσετε | ξεστολίστε | ||
γ' πληθ. | ξεστόλισαν ξεστολίσαν(ε) |
θα ξεστολίσουν(ε) | να ξεστολίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεστολίσει | είχα ξεστολίσει | θα έχω ξεστολίσει | να έχω ξεστολίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεστολίσει | είχες ξεστολίσει | θα έχεις ξεστολίσει | να έχεις ξεστολίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεστολίσει | είχε ξεστολίσει | θα έχει ξεστολίσει | να έχει ξεστολίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεστολίσει | είχαμε ξεστολίσει | θα έχουμε ξεστολίσει | να έχουμε ξεστολίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεστολίσει | είχατε ξεστολίσει | θα έχετε ξεστολίσει | να έχετε ξεστολίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεστολίσει | είχαν ξεστολίσει | θα έχουν ξεστολίσει | να έχουν ξεστολίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεστολίζω
|