Δείτε επίσης: ξεσκολίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεστολίζω < ξε- + στολίζω

ξεστολίζω (παθητική φωνή: ξεστολίζομαι)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία