• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

στολίδι

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : στολίδιον

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στολίδι τα στολίδια
      γενική του στολιδιού των στολιδιών
    αιτιατική το στολίδι τα στολίδια
     κλητική στολίδι στολίδια
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

στολίδι < στολίζω + -ίδι

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /stɔˈliði/
συλλαβισμός : στο‐λί‐δι

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

στολίδι ουδέτερο

  1. ό,τι στολίζει / ομορφαίνει κάποιον ή κάτι
  2. (ειδικότερα) κόσμημα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • στολιδάκι
  • → δείτε τη λέξη στολίζω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    στολίδι
  • αγγλικά : ornament (en), decoration (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=στολίδι&oldid=4938329"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Δεκεμβρίου 2020, στις 06:20

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Δεκεμβρίου 2020, στις 06:20.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie