στολίδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στολίδι | τα | στολίδια |
γενική | του | στολιδιού | των | στολιδιών |
αιτιατική | το | στολίδι | τα | στολίδια |
κλητική | στολίδι | στολίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στολίδι < στολ(ίζω) + -ίδι. Διαφορετικό στην ελληνιστική κοινή στολίδιον (κοντός χιτώνας)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stoˈli.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στο‐λί‐δι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστολίδι ουδέτερο
- ό,τι στολίζει / ομορφαίνει κάποιον ή κάτι
- → δείτε και τη λέξη διακοσημτικό
- (ειδικότερα) κόσμημα