Ετυμολογία

επεξεργασία
ornement < λατινική ornamentum

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔʁnəmɑ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ornement ornements

ornement (fr) αρσενικό