Ετυμολογία

επεξεργασία
διάκοσμος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάκοσμος αρσενικό

  • το σύνολο των στοιχείων που διακοσμούν κάτι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία