Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διάκοσμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
διάκοσμος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διάκοσμος
αρσενικό
το σύνολο των στοιχείων που διακοσμούν κάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διάκοσμος
αγγλικά
:
decoration
(en)
γαλλικά
:
décor
(fr)