ενικός         πληθυντικός  
decoration decorations

  Ετυμολογία

επεξεργασία
decoration < decorate + -ion

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

decoration (en)

  1. (μετρήσιμο) το στολίδι, κάτι που κάνει κάτι να φαίνεται πιο όμορφο σε ειδικές περιστάσεις
    ⮡  Christmas trees and decorations - Χριστουγεννιάτικα δέντρα και στολίδια
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο διάκοσμος, ένα σχέδιο κτλ που προστίθεται σε κάτι και που το κάνει διακοσμητικό
    ⮡  The floral decoration of the iconostasis is wonderful.
    Ο φυτικός διάκοσμος του τέμπλου είναι υπέροχος.
     συνώνυμα: decor
  3. (μη μετρήσιμο) η διακόσμηση, η πράξη του διακομίζω
    ⮡  He entrusted the decoration of his house to a decorator.
    Ανέθεσε τη διακόσμηση του σπιτιού του σε διακοσμητή.