decoration
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
decoration | decorations |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdecoration (en)
- (μετρήσιμο) το στολίδι, κάτι που κάνει κάτι να φαίνεται πιο όμορφο σε ειδικές περιστάσεις
- ⮡ Christmas trees and decorations - Χριστουγεννιάτικα δέντρα και στολίδια
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο διάκοσμος, ένα σχέδιο κτλ που προστίθεται σε κάτι και που το κάνει διακοσμητικό
- (μη μετρήσιμο) η διακόσμηση, η πράξη του διακομίζω
- ⮡ He entrusted the decoration of his house to a decorator.
- Ανέθεσε τη διακόσμηση του σπιτιού του σε διακοσμητή.
- ⮡ He entrusted the decoration of his house to a decorator.