πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στόλισμα τα στολίσματα
      γενική του στολίσματος των στολισμάτων
    αιτιατική το στόλισμα τα στολίσματα
     κλητική στόλισμα στολίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
στόλισμα < στολίζω, στολισ- + -μα. Διαφορετικό το αρχαίο στόλισμα.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στόλισμα ουδέτερο

  1. άλλη μορφή του στολισμός
  2. άλλη μορφή του στολίδι

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ στόλισμᾰ τὰ στολίσμᾰτ
      γενική τοῦ στολίσμᾰτος τῶν στολισμᾰ́των
      δοτική τῷ στολίσμᾰτ τοῖς στολίσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ στόλισμᾰ τὰ στολίσμᾰτ
     κλητική ! στόλισμᾰ στολίσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στολίσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  στολισμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
στόλισμα < στολίζω, στολισ- + -μα <  δείτε τη λέξη στολή

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στόλισμα ουδέτερο