↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στόλισμα τα στολίσματα
      γενική του στολίσματος των στολισμάτων
    αιτιατική το στόλισμα τα στολίσματα
     κλητική στόλισμα στολίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στόλισμα < στολίζω, στολισ- + -μα. Διαφορετικό το αρχαίο στόλισμα.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsto.li.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στό‐λι‐σμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στόλισμα ουδέτερο

  1. άλλη μορφή του στολισμός
  2. άλλη μορφή του στολίδι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ στόλισμᾰ τὰ στολίσμᾰτ
      γενική τοῦ στολίσμᾰτος τῶν στολισμᾰ́των
      δοτική τῷ στολίσμᾰτ τοῖς στολίσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ στόλισμᾰ τὰ στολίσμᾰτ
     κλητική ! στόλισμᾰ στολίσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στολίσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  στολισμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στόλισμα < στολίζω, στολισ- + -μα < → δείτε τη λέξη στολή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στόλισμα ουδέτερο