χλαίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χλαίνη | οι | χλαίνες |
γενική | της | χλαίνης | των | χλαινών |
αιτιατική | τη | χλαίνη | τις | χλαίνες |
κλητική | χλαίνη | χλαίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χλαίνη < αρχαία ελληνική χλαῖνα
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχλαίνη θηλυκό
- χοντρό ιμάτιο που το φορούσαν οι αρχαίοι το χειμώνα πάνω από τον χιτώνα
- το σκέπασμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες το χειμώνα, το αντίστοιχο πάπλωμα
- στρατιωτικό πανωφόρι μεγάλου μήκους
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- η χλαμύδα ήταν κοντό και στρατιωτικό κυρίως ρούχο, το ιμάτιο ήταν κάτι ενδιάμεσο από άποψη ζεστασιάς και για τα πολλά κρύα είχαν τη χλαίνα