↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χλαμύδα οι χλαμύδες
      γενική της χλαμύδας των χλαμύδων
    αιτιατική τη χλαμύδα τις χλαμύδες
     κλητική χλαμύδα χλαμύδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χλαμύδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χλαμύς από την αιτιατική ενικού «τὴν χλαμύδα»

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xlaˈmi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χλα‐μύ‐δα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χλαμύδα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

χλαμύδα θηλυκό