χλαμύδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χλαμύδα | οι | χλαμύδες |
γενική | της | χλαμύδας | των | χλαμύδων |
αιτιατική | τη | χλαμύδα | τις | χλαμύδες |
κλητική | χλαμύδα | χλαμύδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χλαμύδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χλαμύς από την αιτιατική ενικού «τὴν χλαμύδα»
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xlaˈmi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χλα‐μύ‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχλαμύδα θηλυκό
- (ενδυμασία, ιστορία) κοντός μανδύας που φορούσαν οι έφηβοι ιππείς που περιπολούσαν -η χρήση του αργότερα γενικεύτηκε και στο πεζικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- χλαμύδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χλαμύδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χλαμύδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαχλαμύδα θηλυκό