πεζικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πεζικό | ||
γενική | του | πεζικού | ||
αιτιατική | το | πεζικό | ||
κλητική | πεζικό | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- πεζικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πεζικός < αρχαία ελληνική πεζικός < πεζός < πούς
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ziˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ζι‐κό
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πεζικό ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (στρατιωτικός όρος) το τμήμα του στρατού που αποτελείται από στρατιώτες που μάχονται πεζοί
Συγγενικά
επεξεργασία- πεζικάριος
- → δείτε τις λέξεις πεζικός, πεζός και πόδι