Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεζικός η πεζική το πεζικό
      γενική του πεζικού της πεζικής του πεζικού
    αιτιατική τον πεζικό την πεζική το πεζικό
     κλητική πεζικέ πεζική πεζικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεζικοί οι πεζικές τα πεζικά
      γενική των πεζικών των πεζικών των πεζικών
    αιτιατική τους πεζικούς τις πεζικές τα πεζικά
     κλητική πεζικοί πεζικές πεζικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεζικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πεζικός < πεζ(ός) + -ικός < → δείτε τη λέξη πούς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ziˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ζι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

πεζικός, -ή, -ό

  1. (στρατιωτικός όρος) (για στρατιωτικό σώμα) που αποτελείται από πεζικάριους, από στρατιώτες που πολεμούν πεζοί
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πεζικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πεζικός πεζική τὸ πεζικόν
      γενική τοῦ πεζικοῦ τῆς πεζικῆς τοῦ πεζικοῦ
      δοτική τῷ πεζικ τῇ πεζικ τῷ πεζικ
    αιτιατική τὸν πεζικόν τὴν πεζικήν τὸ πεζικόν
     κλητική ! πεζικέ πεζική πεζικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πεζικοί αἱ πεζικαί τὰ πεζικᾰ́
      γενική τῶν πεζικῶν τῶν πεζικῶν τῶν πεζικῶν
      δοτική τοῖς πεζικοῖς ταῖς πεζικαῖς τοῖς πεζικοῖς
    αιτιατική τοὺς πεζικούς τὰς πεζικᾱ́ς τὰ πεζικᾰ́
     κλητική ! πεζικοί πεζικαί πεζικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πεζικώ τὼ πεζικᾱ́ τὼ πεζικώ
      γεν-δοτ τοῖν πεζικοῖν τοῖν πεζικαῖν τοῖν πεζικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεζικός < πεζ(ός) + -ικός < → δείτε τη λέξη πούς


ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία