πεζικάριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πεζικάριος < πεζικό + -άριος < αρχαία ελληνική πεζικός + ελληνιστική κοινή -άριος (< λατινική -arius)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ziˈka.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ζι‐κά‐ρι‐οσ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πεζικάριος αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος, ανεπίσημο) ο στρατιώτης (ή και ο στρατιωτικός) του πεζικού
- ※ Ο Σουλιώτης στρατηγός με τους 1.200 ψημένους στη μάχη άνδρες κατάφερε να ανακόψει την πορεία του τουρκικού στρατού ο οποίος αποτελούνταν από 5.000 ή κατά άλλους 7.000 ιππείς και πεζικάριους. (www.efsyn.gr, 21.03.2021)