πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πεζικάριος οι πεζικάριοι
      γενική του πεζικάριου των πεζικάριων
    αιτιατική τον πεζικάριο τους πεζικάριους
     κλητική πεζικάριε πεζικάριοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.ziˈka.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πεζικάριοσ

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πεζικάριος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία