↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
χλᾰμῠδ-
ονομαστική χλαμύς αἱ χλαμύδες
      γενική τῆς χλαμύδος τῶν χλαμύδων
      δοτική τῇ χλαμύδ ταῖς χλαμύσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν χλαμύδ τὰς χλαμύδᾰς
     κλητική ! χλαμύς χλαμύδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χλαμύδε
γεν-δοτ τοῖν  χλαμύδοιν
Με βραχύ ύψιλον στο θέμα -ύς, -ύδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'χλαμύς' όπως «χλαμύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χλαμύς < προελληνική *χλᾰν- (συγγενές με τα χλαῖνα και χλανίς)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χλαμύς [χλᾰμῠδ-], ] θηλυκό

  • (ενδυμασία) κοντός, τριγωνικός μανδύας που έδεναν στον δεξί ώμο, μακεδονικής προέλευσης που υιοθέτησαν γρήγορα και οι υπόλοιποι Ελληνες, στρατιωτικό ένδυμα και κυρίως των εφήβων που περιπολούσαν έφιπποι (μέχρι να ενηλικιωθούν)
    ※  οἰκτρότατον μάτηρ σε, Χαρίξενε, δῶρον ἐς ᾄδαν, ὀκτωκαιδεκέταν ἐστόλισεν χλαμύδι
    Φρικτότερο δεν υπάρχει, η μάνα σου, Χαρίξενε, δώρο στον Άδη στα δεκαοχτώ σου χρόνια σε στόλισε με χλαμύδα.
    (@perseus.tufts.edu) ταφικό επίγραμμα που αποδίδεται στο Μελέαγρο από τα Γάδαρα (130-60 πΚΕ)