Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χλανίς αἱ χλανίδες
      γενική τῆς χλανίδος τῶν χλανίδων
      δοτική τῇ χλανίδ ταῖς χλανίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν χλανίδ τὰς χλανίδᾰς
     κλητική ! χλανίς* χλανίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χλανίδε
γεν-δοτ τοῖν  χλανίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χλανίς < προελληνική[1] *χλᾰν- (συγγενές με τα χλαῖνα και χλαμύς)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χλανίς θηλυκό

  1. χλαῖνα - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.