μανδύας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μανδύας | οι | μανδύες |
γενική | του | μανδύα | των | μανδυών |
αιτιατική | τον | μανδύα | τους | μανδύες |
κλητική | μανδύα | μανδύες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μανδύας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μανδύας (αρσενικό) ή ελληνιστική κοινή μανδύα (θηλυκό)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμανδύας αρσενικό
- (ιστορία, ενδυμασία) το αρχαίο ένδυμα από χοντρό ύφασμα χωρίς μανίκια, που καλύπτει την πλάτη και μπορεί να τυλίξει όλο τον κορμό, ενώ συγκρατείται μπροστά με μία πόρπη
- το αρχιερατικό άμφιο στην ορθόδοξη εκκλησία
- (γεωλογία) το στρώμα μεταξύ του εξωτερικού πυρήνα της Γης και του φλοιού
- το πρόσθετο προστατευτικό δομικό στρώμα σε κατασκευές
- ⮡ Ενισχύσεις τοίχων με μανδύα σκυροδέματος
- η πλαστική επιφάνεια γύρω από καλώδιο
- ⮡ μανδύας καλωδίου
- (μεταφορικά) αυτό που αποκρύπτει μια αρνητική κατάσταση
- ⮡ οικολογική καταστροφή με μαδύα νομιμότητας
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μανδύας
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μανδύᾱς | οἱ | μανδύαι | ||||
γενική | τοῦ | μανδύου | τῶν | μανδυῶν | ||||
δοτική | τῷ | μανδύᾳ | τοῖς | μανδύαις | ||||
αιτιατική | τὸν | μανδύᾱν | τοὺς | μανδύᾱς | ||||
κλητική ὦ! | μανδύᾱ | μανδύαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μανδύᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μανδύαιν | ||||||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μανδύας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμανδύας, -ου αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) (ενδυμασία) χοντρό μάλλινο εξωτερικό ένδυμα, κάπα
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη, Βασιλειών Α', 17.38, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
- καὶ ἐνέδυσεν Σαοὺλ τὸν Δαυεὶδ μανδύαν καὶ περικεφαλαίαν χαλκῆν περὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ,
- ※ 4ος κε αιώνας ⌘ Επιφάνιος Κωνσταντίας ή Σαλαμίνας, Πανάριον, @catholiclibrary.org
- καὶ ὁρᾷς πῶς προσετέθη τῇ νομοθεσίᾳ ἑπτάμυξος λυχνία, ποδήρη, ἱερατικὰ ἐνδύματα, κώδωνές τε καὶ μανδύαι, ἐπωμίδες τε καὶ κιδάρεις, μίτραι τε καὶ λίθων διαφόρων συνθέσεις, κύαθοι, θυΐσκαι, λουτῆρες, θυσιαστήρια, τρυβλία, μασμαρώθ, ἅτινά ἐστι διϋλιστήρια, μιδικώθ, ἅτινα καλοῦνται κύαθοι, μαχωνώθ, αἵτινες εἰσὶ βάσεις, καὶ ὅσαπερ ὁ νόμος διαλέγεται, Χερυβὶμ καὶ τὰ ἄλλα, κιβωτὸς διαθήκης, ἀναφορεῖς τε καὶ δακτύλιοι, σκηνή τε καὶ δέρρεις καὶ δέρματα ἠρυθροδανωμένα, ἀγκύλαι τε καὶ τὰ ἄλλα, πυλωροὶ καὶ σάλπιγγες ἐλαταὶ καὶ καμπύλαι, καὶ χρυσαῖ καὶ ἀργυραῖ, χαλκαῖ καὶ κερατίναι, καὶ τὰ ἄλλα ὅσαπερ ὁ νόμος ἔφη, θυσίαι διάφοροι, διδασκαλίαι.
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη, Βασιλειών Α', 17.38, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μανδύας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.