πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζουρλομανδύας οι ζουρλομανδύες
      γενική του ζουρλομανδύα των ζουρλομανδυών
    αιτιατική τον ζουρλομανδύα τους ζουρλομανδύες
     κλητική ζουρλομανδύα ζουρλομανδύες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ζουρλομανδύας < ζουρλ(ός) + -ο- + μανδύας[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζουρλομανδύας αρσενικό

  • ρόμπα με πολύ μακριά μανίκια που τη φορούν σε ψυχασθενείς σε κρίση και τους δένουν τα μανίκια πίσω από την πλάτη

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία