μανδύα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μανδύα, δάνειο, ίσως από την περσική γλώσσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμανδύα και μανδύη, θηλυκό και μανδύας ή μανδύης αρσενικό
- μάλλινος μανδύας
μανδύα και μανδύη, θηλυκό και μανδύας ή μανδύης αρσενικό