Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gaine gaines

gaine (fr) θηλυκό

  1. η θήκη
  2. το θηκάρι
  3. η μόνωση, το μονωτικό περίβλημα