θηκάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θηκάρι | τα | θηκάρια |
γενική | του | θηκαριού | των | θηκαριών |
αιτιατική | το | θηκάρι | τα | θηκάρια |
κλητική | θηκάρι | θηκάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θηκάρι < θήκη
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαθηκάρι ουδέτερο