Δείτε επίσης: Σπαθί, σπάθη
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπαθί τα σπαθιά
      γενική του σπαθιού των σπαθιών
    αιτιατική το σπαθί τα σπαθιά
     κλητική σπαθί σπαθιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
Σπαθί σε προθήκη μουσείου

σπαθί ουδέτερο

  1. όπλο που αποτελείται από μια μακριά, κοφτερή και, συνήθως, ατσάλινη λεπίδα που έχει προσαρμοστεί σε ειδική λαβή
  2. (συνεκδοχικά) μάχη, πόλεμος
      Αν κι ήτανε Φράγκος, αγαπούσε τη χώρα που 'χε παρμένη με το σπαθί, σα να 'τανε πατρίδα του. (Φώτης Κόντογλου Η Καρύταινα [διήγημα])
  3. (χαρτοπαίγνιο) χαρτί της τράπουλας με μαύρο χρώμα που φέρει το σήμα του τριφυλλιού (♣)
  4. (μεταφορικά) άτομο εμπιστοσύνης που συμπεριφέρεται σωστά και με τιμιότητα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • με το σπαθί μου: με την προσωπική προσπάθεια και αξία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία