σπαθί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σπαθί | τα | σπαθιά |
γενική | του | σπαθιού | των | σπαθιών |
αιτιατική | το | σπαθί | τα | σπαθιά |
κλητική | σπαθί | σπαθιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπαθί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σπαθίν < ελληνιστική κοινή σπαθίον < αρχαία ελληνική σπάθη[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)peh₂- + *dʰeh₁-
- για το χαρτί της τράπουλας < σημασιολογικό δάνειο από την ιταλική spade (πληθυντικός του θηλυκού spada)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /spaˈθi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπα‐θί
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπαθί ουδέτερο
- όπλο που αποτελείται από μια μακριά, κοφτερή και, συνήθως, ατσάλινη λεπίδα που έχει προσαρμοστεί σε ειδική λαβή
- (συνεκδοχικά) μάχη, πόλεμος
- ※ Αν κι ήτανε Φράγκος, αγαπούσε τη χώρα που 'χε παρμένη με το σπαθί, σα να 'τανε πατρίδα του. (Φώτης Κόντογλου Η Καρύταινα [διήγημα])
- (χαρτοπαίγνιο) χαρτί της τράπουλας με μαύρο χρώμα που φέρει το σήμα του τριφυλλιού (♣)
- (μεταφορικά) άτομο εμπιστοσύνης που συμπεριφέρεται σωστά και με τιμιότητα
Συνώνυμα επεξεργασία
Επίσης δείτε:
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- με το σπαθί μου: με την προσωπική προσπάθεια και αξία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σπαθί στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
όπλο
χαρτί της τράπουλας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σπαθί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας