↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωτοσπαθάριος οι πρωτοσπαθάριοι
      γενική του πρωτοσπαθάριου
πρωτοσπαθαρίου
των πρωτοσπαθάριων
πρωτοσπαθαρίων
    αιτιατική τον πρωτοσπαθάριο τους πρωτοσπαθάριους
πρωτοσπαθαρίους
     κλητική πρωτοσπαθάριε πρωτοσπαθάριοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτοσπαθάριος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πρωτοσπαθάριος < πρωτο- + σπαθάριος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρωτοσπαθάριος αρσενικό

  • (ιστορία) τίτλος αξιωματούχων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτοσπαθάριος, λέξη του 7ου/8ου αιώνα < πρωτο- + σπαθάριος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρωτοσπαθάριος αρσενικό