πρωτοσπαθάριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πρωτοσπαθάριος | οι | πρωτοσπαθάριοι |
γενική | του | πρωτοσπαθάριου & πρωτοσπαθαρίου |
των | πρωτοσπαθάριων & πρωτοσπαθαρίων |
αιτιατική | τον | πρωτοσπαθάριο | τους | πρωτοσπαθάριους & πρωτοσπαθαρίους |
κλητική | πρωτοσπαθάριε | πρωτοσπαθάριοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρωτοσπαθάριος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πρωτοσπαθάριος < πρωτο- + σπαθάριος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρωτοσπαθάριος αρσενικό
- (ιστορία) τίτλος αξιωματούχων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία βυζαντινός τίτλος
Πηγές
επεξεργασία- πρωτοσπαθάριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπρωτοσπαθάριος αρσενικό
- αξιωματούχος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, επικεφαλής των σπαθαρίων, με ποικίλα καθήκοντα (στρατιωτικά, διοικητικά, και για θέματα της αυτοκρατορικής αυλής)
Πηγές
επεξεργασία- σελ.272, Τόμος 18 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.