Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεσπαθώνω < μεσαιωνική ελληνική ξε- και σπαθί

  Ρήμα επεξεργασία

ξεσπαθώνω

  1. (παρωχημένο) τραβάω το σπαθί μου έξω από τη θήκη του, για να δώσω μάχη
  2. (μεταφορικά) παίρνω θάρρος και αρχίζω να υπερασπίζομαι με θάρρος και ζέση κάτι που θεωρώ σημαντικό για εμένα και πιθανώς δίκαιο

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία