ξεσπαθώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεσπαθώνω < μεσαιωνική ελληνική ξε- και σπαθί
Ρήμα
επεξεργασίαξεσπαθώνω
- (παρωχημένο) τραβάω το σπαθί μου έξω από τη θήκη του, για να δώσω μάχη
- (μεταφορικά) παίρνω θάρρος και αρχίζω να υπερασπίζομαι με θάρρος και ζέση κάτι που θεωρώ σημαντικό για εμένα και πιθανώς δίκαιο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεσπαθώνω | ξεσπάθωνα | θα ξεσπαθώνω | να ξεσπαθώνω | ξεσπαθώνοντας | |
β' ενικ. | ξεσπαθώνεις | ξεσπάθωνες | θα ξεσπαθώνεις | να ξεσπαθώνεις | ξεσπάθωνε | |
γ' ενικ. | ξεσπαθώνει | ξεσπάθωνε | θα ξεσπαθώνει | να ξεσπαθώνει | ||
α' πληθ. | ξεσπαθώνουμε | ξεσπαθώναμε | θα ξεσπαθώνουμε | να ξεσπαθώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεσπαθώνετε | ξεσπαθώνατε | θα ξεσπαθώνετε | να ξεσπαθώνετε | ξεσπαθώνετε | |
γ' πληθ. | ξεσπαθώνουν(ε) | ξεσπάθωναν ξεσπαθώναν(ε) |
θα ξεσπαθώνουν(ε) | να ξεσπαθώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεσπάθωσα | θα ξεσπαθώσω | να ξεσπαθώσω | ξεσπαθώσει | ||
β' ενικ. | ξεσπάθωσες | θα ξεσπαθώσεις | να ξεσπαθώσεις | ξεσπάθωσε | ||
γ' ενικ. | ξεσπάθωσε | θα ξεσπαθώσει | να ξεσπαθώσει | |||
α' πληθ. | ξεσπαθώσαμε | θα ξεσπαθώσουμε | να ξεσπαθώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεσπαθώσατε | θα ξεσπαθώσετε | να ξεσπαθώσετε | ξεσπαθώστε | ||
γ' πληθ. | ξεσπάθωσαν ξεσπαθώσαν(ε) |
θα ξεσπαθώσουν(ε) | να ξεσπαθώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεσπαθώσει | είχα ξεσπαθώσει | θα έχω ξεσπαθώσει | να έχω ξεσπαθώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεσπαθώσει | είχες ξεσπαθώσει | θα έχεις ξεσπαθώσει | να έχεις ξεσπαθώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεσπαθώσει | είχε ξεσπαθώσει | θα έχει ξεσπαθώσει | να έχει ξεσπαθώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεσπαθώσει | είχαμε ξεσπαθώσει | θα έχουμε ξεσπαθώσει | να έχουμε ξεσπαθώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεσπαθώσει | είχατε ξεσπαθώσει | θα έχετε ξεσπαθώσει | να έχετε ξεσπαθώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεσπαθώσει | είχαν ξεσπαθώσει | θα έχουν ξεσπαθώσει | να έχουν ξεσπαθώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεσπαθώνω
|