Ετυμολογία

επεξεργασία
épée < παλαιά γαλλική espee

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pe/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
épée épées

épée (fr) θηλυκό