ξίφος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξίφος | τα | ξίφη |
γενική | του | ξίφους | των | ξιφών |
αιτιατική | το | ξίφος | τα | ξίφη |
κλητική | ξίφος | ξίφη | ||
όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ξίφος < (λόγιο) αρχαία ελληνική ξίφος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈksi.fɔs/
- συλλαβισμός : ξί‐φος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ξίφος ουδέτερο
- (οπλισμός) αγχέμαχο όπλο, αποτελούμενο από μακρύ, χαλύβδινο και αιχμηρό έλασμα με μία ή δύο κόψεις και χειρολαβή, με ή χωρίς φυλακτήρα
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- διασταυρώνω ξίφη (με κάποιον): έρχομαι σε οξεία αντιπαράθεση.
- Οι δύο ομάδες διασταυρώνουν τα ξίφη τους.