Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγχέμαχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αγχέμαχ
ος
η
αγχέμαχ
η
το
αγχέμαχ
ο
γενική
του
αγχέμαχ
ου
της
αγχέμαχ
ης
του
αγχέμαχ
ου
αιτιατική
τον
αγχέμαχ
ο
την
αγχέμαχ
η
το
αγχέμαχ
ο
κλητική
αγχέμαχ
ε
αγχέμαχ
η
αγχέμαχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αγχέμαχ
οι
οι
αγχέμαχ
ες
τα
αγχέμαχ
α
γενική
των
αγχέμαχ
ων
των
αγχέμαχ
ων
των
αγχέμαχ
ων
αιτιατική
τους
αγχέμαχ
ους
τις
αγχέμαχ
ες
τα
αγχέμαχ
α
κλητική
αγχέμαχ
οι
αγχέμαχ
ες
αγχέμαχ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγχέμαχος
<
αρχαία ελληνική
ἀγχέμαχος
Επίθετο
επεξεργασία
αγχέμαχος -η -ο
για
όπλο
που χρησιμοποιείται σε
μάχη
από κοντά, σώμα με σώμα, κατάλληλο για μάχες εκ του
συστάδην
το ξίφος είναι
αγχέμαχο
όπλο
Αντώνυμα
επεξεργασία
εκηβόλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγχέμαχος