συστάδην
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συστάδην < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συστάδην[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siˈsta.ðin/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐στά‐δην
Επίρρημα
επεξεργασίασυστάδην τοπικό
- από κοντά
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συστάδην
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συστάδην - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συστάδην παράλληλος τύπος του επιρρήματος συσταδόν < θέμα συστα- του ρήματος συνίσταμαι + -δην[1]
Επίρρημα
επεξεργασίασυστάδην (ελληνιστική κοινή)
- (στρατιωτικός όρος) από κοντά
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 16.4.13 @scaife.perseus
- καθόλου γὰρ ἐξέκλινον τὰς συμπλοκὰς διὰ τὸ γενναίως ἀμύνεσθαι τοὺς Μακεδόνας ἀπὸ τῶν καταστρωμάτων ἐν ταῖς συστάδην γινομέναις μάχαις.
- ※ 1ος πκε αιώνας ⌘ Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 17, 21.1 @scaife.perseus
- ἔπειτα δὲ καὶ συστάδην μαχόμενοι πάντα κίνδυνον ὑπέμενον ὑπὲρ τοῦ φονεῦσαι τὸν βασιλέα.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Ἀρριανός, Ἰνδική, 16.9 @scaife.perseus
- μάχαιραν δὲ πάντες φορέουσι, πλατέαν δὲ καὶ τὸ μῆκος οὐ μέζω τριπήχεος· καὶ ταύτην, ἐπεὰν συστάδην καταστῇ αὐτοῖσιν ἡ μάχη — τὸ δὲ οὐκ εὐμαρέως Ἰνδοῖσιν ἐς ἀλλήλους γίνεται — ἀμφοῖν τοῖν χεροῖν καταφέρουσιν, τοῦ καρτερὴν τὴν πληγὴν γενέσθαι.
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 16.4.13 @scaife.perseus
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις συνίστημι, συνίσταμαι και ἵστημι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συστάδην - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- συστάδην - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.