Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συστάδην < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συστάδην[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siˈsta.ðin/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐στά‐δην

  Επίρρημα επεξεργασία

συστάδην τοπικό

  • από κοντά

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συστάδην παράλληλος τύπος του επιρρήματος συσταδόν < θέμα συστα- του ρήματος συνίσταμαι + -δην[1]

  Επίρρημα επεξεργασία

συστάδην (ελληνιστική κοινή)

  • (στρατιωτικός όρος) από κοντά
    ※  2ος αιώνας Πολύβιος, Ἱστορίαι, 16.4.13 @scaife.perseus
    καθόλου γὰρ ἐξέκλινον τὰς συμπλοκὰς διὰ τὸ γενναίως ἀμύνεσθαι τοὺς Μακεδόνας ἀπὸ τῶν καταστρωμάτων ἐν ταῖς συστάδην γινομέναις μάχαις.
    ※  1ος↑ αιώνας Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 17, 21.1 @scaife.perseus
    ἔπειτα δὲ καὶ συστάδην μαχόμενοι πάντα κίνδυνον ὑπέμενον ὑπὲρ τοῦ φονεῦσαι τὸν βασιλέα.
    ※  2ος↓ αιώνας Ἀρριανός, Ἰνδική, 16.9 @scaife.perseus
    μάχαιραν δὲ πάντες φορέουσι, πλατέαν δὲ καὶ τὸ μῆκος οὐ μέζω τριπήχεος· καὶ ταύτην, ἐπεὰν συστάδην καταστῇ αὐτοῖσιν ἡ μάχη — τὸ δὲ οὐκ εὐμαρέως Ἰνδοῖσιν ἐς ἀλλήλους γίνεται — ἀμφοῖν τοῖν χεροῖν καταφέρουσιν, τοῦ καρτερὴν τὴν πληγὴν γενέσθαι.

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. συστάδην - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία