Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκ του συστάδην < → δείτε τις λέξεις εκ, του και συστάδην

  Έκφραση επεξεργασία

εκ του συστάδην

  • (λόγιο) από κοντά, σώμα με σώμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία