Ετυμολογία

επεξεργασία
εκ του συστάδην < → δείτε τις λέξεις εκ, του και συστάδην

  Έκφραση

επεξεργασία

εκ του συστάδην

  • (λόγιο) από κοντά, σώμα με σώμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία