ξιφολόγχη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ksi.fɔ.ˈlɔn.çi/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ξιφολόγχη θηλυκό
- μικρό ξίφος που προσαρμόζεται πάνω ή κάτω από την κάννη ενός τουφεκιού πριν από μια έφοδο ή μάχη σώμα με σώμα