ξιφούλκηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ksi.ˈful.ki.si/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ξιφούλκηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξιφουλκώ
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ξιφούλκηση
ξιφούλκηση θηλυκό