• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ξιφούλκηση

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξιφούλκηση οι ξιφουλκήσεις
      γενική της ξιφούλκησης
& ξιφουλκήσεως
των ξιφουλκήσεων
    αιτιατική την ξιφούλκηση τις ξιφουλκήσεις
     κλητική ξιφούλκηση ξιφουλκήσεις
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ξιφούλκηση < ξιφουλκώ + -ση

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ksi.ˈful.ki.si/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ξιφούλκηση θηλυκό

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξιφουλκώ

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τις λέξεις ξιφουλκώ, ξίφος και έλκω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ξιφούλκηση
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ξιφούλκηση&oldid=4864553"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 11:05

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 11:05.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie