ξιφούλκηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξιφούλκηση | οι | ξιφουλκήσεις |
γενική | της | ξιφούλκησης* | των | ξιφουλκήσεων |
αιτιατική | την | ξιφούλκηση | τις | ξιφουλκήσεις |
κλητική | ξιφούλκηση | ξιφουλκήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ξιφουλκήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ksiˈful.ci.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξι‐φούλ‐κη‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξιφούλκηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξιφουλκώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξιφούλκηση
|
Πηγές
επεξεργασία- «ξιφουλκώ, (ξιφούλκηση)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)