ξιφοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξιφοειδής | η | ξιφοειδής | το | ξιφοειδές |
γενική | του | ξιφοειδούς* | της | ξιφοειδούς | του | ξιφοειδούς |
αιτιατική | τον | ξιφοειδή | την | ξιφοειδή | το | ξιφοειδές |
κλητική | ξιφοειδή(ς) | ξιφοειδής | ξιφοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξιφοειδείς | οι | ξιφοειδείς | τα | ξιφοειδή |
γενική | των | ξιφοειδών | των | ξιφοειδών | των | ξιφοειδών |
αιτιατική | τους | ξιφοειδείς | τις | ξιφοειδείς | τα | ξιφοειδή |
κλητική | ξιφοειδείς | ξιφοειδείς | ξιφοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξιφοειδής < ελληνιστική κοινή ξιφοειδής
Επίθετο
επεξεργασίαξιφοειδής, -ής, -ές