Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φυλακτήρας
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
φυλακτήρ
ας
οι
φυλακτήρ
ες
γενική
του
φυλακτήρ
α
των
φυλακτήρ
ων
αιτιατική
τον
φυλακτήρ
α
τους
φυλακτήρ
ες
κλητική
φυλακτήρ
α
φυλακτήρ
ες
όπως «
αγώνας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
φυλακτήρας
<
αρχαία ελληνική
φυλακτήρ
Προφορά
Επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
fi.lak.ˈti.ɾas
/
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
φυλακτήρας
αρσενικό
μέρος της
λαβής
ξίφους
ή
σπαθιού
, που προφυλάσσει το χέρι του ξιφομάχου
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
φυλακτήρας