ενικός         πληθυντικός  
sword swords

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sword (en)

  • (οπλισμός) το σπαθί
    ⮡  The grip of the sword was covered with leather for better handling.
    Η λαβή του σπαθιού ήταν καλυμμένη με δέρμα για καλύτερο κράτημα.