ξιφίδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξιφίδιο | τα | ξιφίδια |
γενική | του | ξιφίδιου & ξιφιδίου |
των | ξιφίδιων & ξιφιδίων |
αιτιατική | το | ξιφίδιο | τα | ξιφίδια |
κλητική | ξιφίδιο | ξιφίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- ξιφίδιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ξιφίδιον, υποκοριστικό του ξίφος. Συγχρονικά αναλύεται σε ξίφ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιο.
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ksiˈfi.ði.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξι‐φί‐δι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξιφίδιο ουδέτερο
- (λόγιο, οπλισμός) υποκοριστικό του ξίφος, μικρό ξίφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μικρό ξίφος
|
Πηγές
επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)