πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξιφίδιο τα ξιφίδια
      γενική του ξιφίδιου
& ξιφιδίου
των ξιφίδιων
& ξιφιδίων
    αιτιατική το ξιφίδιο τα ξιφίδια
     κλητική ξιφίδιο ξιφίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ξιφίδιο.

Ετυμολογία

επεξεργασία
ξιφίδιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ξιφίδιον, υποκοριστικό του ξίφος. Συγχρονικά αναλύεται σε ξίφ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιο.

Ουσιαστικό

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)